πολιόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(Bailly1_4)
(33)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux blancs, chenu.<br />'''Étymologie:''' [[πολιός]], [[θρίξ]].
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux blancs, chenu.<br />'''Étymologie:''' [[πολιός]], [[θρίξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-τριχος, β, ή, ΜΑ<br />αυτός που έχει ψαρές [[τρίχες]] στο [[κεφάλι]] του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] «[[ψαρός]], [[υπόλευκος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), <b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-[[θριξ]]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 655] τριχος, grauhaarig, Strab. 7, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολιὰν τὴν κόμην, ἱέρειαι Στράβ. 293.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux blancs, chenu.
Étymologie: πολιός, θρίξ.

Greek Monolingual

-τριχος, β, ή, ΜΑ
αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό-θριξ].