περιβλητικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(6_10) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιβλητικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] [[ὅπως]] περιβάλῃ τὰ διανοήματα διά λέξεων, [[σχῆμα]] Ρήτορες (Walz) 3. 268, Εὐστ. 1968, 23. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1949. 17. | |lstext='''περιβλητικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] [[ὅπως]] περιβάλῃ τὰ διανοήματα διά λέξεων, [[σχῆμα]] Ρήτορες (Walz) 3. 268, Εὐστ. 1968, 23. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1949. 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[περιβάλλω]]<br />ο [[ικανός]] να αναπτύσσει έναν λόγο διεξοδικώς («περιβλητικὸν [[σχῆμα]]», Ερμογ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιβλητικῶς</i><br />με τρόπο περιβλητικό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for amplifying, σχῆμα Hermog. Id.1.9, Eust.1968.23. Adv. -κῶς Id.1949.17.
German (Pape)
[Seite 570] ή, όν, zum Umwerfen geschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιβλητικός: -ή, -όν, κατάλληλος ὅπως περιβάλῃ τὰ διανοήματα διά λέξεων, σχῆμα Ρήτορες (Walz) 3. 268, Εὐστ. 1968, 23. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1949. 17.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ περιβάλλω
ο ικανός να αναπτύσσει έναν λόγο διεξοδικώς («περιβλητικὸν σχῆμα», Ερμογ.).
επίρρ...
περιβλητικῶς
με τρόπο περιβλητικό.