ξανθοβόστρυχος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source
(6_14)
(27)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξανθοβόστρυχος''': ὁ ἔχων ξανθοὺς βοστρύχους, [[ξανθοβόστρυχος]] Πάρις Νικ. Εὐγ. Ϛ΄, 553.
|lstext='''ξανθοβόστρυχος''': ὁ ἔχων ξανθοὺς βοστρύχους, [[ξανθοβόστρυχος]] Πάρις Νικ. Εὐγ. Ϛ΄, 553.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξανθοβόστρυχος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει ξανθούς βοστρύχους, ξανθές κοτσίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[βόστρυχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 274] blond gelockt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοβόστρυχος: ὁ ἔχων ξανθοὺς βοστρύχους, ξανθοβόστρυχος Πάρις Νικ. Εὐγ. Ϛ΄, 553.

Greek Monolingual

ξανθοβόστρυχος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ξανθούς βοστρύχους, ξανθές κοτσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + βόστρυχος].