ντύσιμο: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
(27)
(No difference)

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ντύνω, ένδυση ή κάλυψη με ρούχα
2. επένδυση, επικάλυψηντύσιμο βιβλίου»)
3. το σύνολο τών ενδυμάτων ή ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κανείς, περιβολή (α. «δεν προσέχει το ντύσιμό της» β. «της αρέσει το κομψό ντύσιμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ντύσ- του ντύνω (πρβλ. αόρ. έ-ντυσ-α) + κατάλ. -ιμο, πρβλ. πλύσ-ιμο].