ένδυση

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

η (AM ἔνδυσις)
αμφίεση, ντύσιμο («ἐνδύσεως ἱματίων», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
ένδυμα, εξωτερική περιβολή
αρχ.
είσοδος, εισχώρησηὀδύνη δὲ ἀπό τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένη ἔοικεν», Πλάτ.).