ξενόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
(6_19)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενόφιλος''': -ου, ὁ, ὁ φιλῶν τοὺς ξένους, μεταγεν.: ὡς κύρ. ὄνομ. Ξενόφιλος, Ἐπιγρ. Ἀττ. παρὰ Boeckh. τ. 1, σ. 246, Ξεινόφιλος, παρὰ Σιμωνίδῃ ἐν Ἀνθ. Π. Παράρτ. 97, 3, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 324.
|lstext='''ξενόφιλος''': -ου, ὁ, ὁ φιλῶν τοὺς ξένους, μεταγεν.: ὡς κύρ. ὄνομ. Ξενόφιλος, Ἐπιγρ. Ἀττ. παρὰ Boeckh. τ. 1, σ. 246, Ξεινόφιλος, παρὰ Σιμωνίδῃ ἐν Ἀνθ. Π. Παράρτ. 97, 3, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 324.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ξενόφιλος]], ό)<br />αυτός που αγαπά και περιθάλπει τους ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξενόφιλος: -ου, ὁ, ὁ φιλῶν τοὺς ξένους, μεταγεν.: ὡς κύρ. ὄνομ. Ξενόφιλος, Ἐπιγρ. Ἀττ. παρὰ Boeckh. τ. 1, σ. 246, Ξεινόφιλος, παρὰ Σιμωνίδῃ ἐν Ἀνθ. Π. Παράρτ. 97, 3, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 324.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ξενόφιλος, ό)
αυτός που αγαπά και περιθάλπει τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + φίλος].