ξιφίνδα: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6_7) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξιφίνδα''': Ἐπίρρ., παιγνίδιόν τι διὰ τοῦ ξίφους ὡς τὸ [[ξιφισμός]], Θεογνώστου Κανόν. 164. 31. | |lstext='''ξιφίνδα''': Ἐπίρρ., παιγνίδιόν τι διὰ τοῦ ξίφους ὡς τὸ [[ξιφισμός]], Θεογνώστου Κανόν. 164. 31. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξιφίνδα]] (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> <b>φρ.</b> «[[ξιφίνδα]] παίζειν» — [[παιχνίδι]] με [[ξίφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] (<b>πρβλ.</b> <i>κρυπτ</i>-[[ίνδα]], <i>μοσχ</i>-[[ίνδα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A sword-game, Theognost.Can.164.
Greek (Liddell-Scott)
ξιφίνδα: Ἐπίρρ., παιγνίδιόν τι διὰ τοῦ ξίφους ὡς τὸ ξιφισμός, Θεογνώστου Κανόν. 164. 31.
Greek Monolingual
ξιφίνδα (Μ)
επίρρ. φρ. «ξιφίνδα παίζειν» — παιχνίδι με ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα, μοσχ-ίνδα)].