ξυλοπρατικός: Difference between revisions
From LSJ
(27) |
(No difference)
|
(27) |
(No difference)
|
ξυλοπρατικός, -ή, -όν (Μ)
σχετικός με την πώληση ή τον πωλητή ξύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πρατικός (< πιπρά-σκω «πουλώ»), πρβλ. μετα-πρατικός].