ξύσιλος: Difference between revisions
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
(6_16) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξύσιλος''': -ον, ἐξυρημένος, [[λεῖος]], Σώφρων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 737. 3. | |lstext='''ξύσιλος''': -ον, ἐξυρημένος, [[λεῖος]], Σώφρων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 737. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξύσιλος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> ξυρισμένος, [[λείος]]<br /><b>2.</b> (κατ' αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο [[ψωραλέος]], ο [[λεπρός]]<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[γέρος]], ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν [[ξύσιλος]], τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ' ἀνδρός», Σώφρ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού <i>ξύω</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>ξυσ</i>-<i>α</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A shaven, smooth, Sophr.55.
German (Pape)
[Seite 283] schabig, Sophron bei E. M. 737, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ξύσιλος: -ον, ἐξυρημένος, λεῖος, Σώφρων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 737. 3.
Greek Monolingual
ξύσιλος, -ον (ΑΜ)
1. ξυρισμένος, λείος
2. (κατ' αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός
3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ' ἀνδρός», Σώφρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού ξύω, πρβλ. αόρ. ἔ-ξυσ-α].