φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
οἰκητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. οἰκήτειρα (Α)κάτοικος («οἰκητῆρα τόπων τῶν ἐνθάδε», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κοσμη-τήρ, κινη-τήρ)].