οικητήρ: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(28)
(No difference)

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Greek Monolingual

οἰκητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. οἰκήτειρα (Α)
κάτοικος («οἰκητῆρα τόπων τῶν ἐνθάδε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κοσμη-τήρ, κινη-τήρ)].