οἰκοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκοφόρος''': oν, ὁ φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὸν οἶκον, οἰκοφόρα ἔθνη Σκύμν. Ἀποσπ. 115, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, - quorum plaustra vagas rite trahunt domos. | |lstext='''οἰκοφόρος''': oν, ὁ φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὸν οἶκον, οἰκοφόρα ἔθνη Σκύμν. Ἀποσπ. 115, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, - quorum plaustra vagas rite trahunt domos. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰκοφόρος]], -ον (Α)<br />(για τους [[Σκύθες]]) αυτός που μεταφέρει [[μαζί]] του το [[σπίτι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A bearing one's house, ἔθνη Scymn.854, Peripl.M.Eux. 49.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοφόρος: oν, ὁ φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ τὸν οἶκον, οἰκοφόρα ἔθνη Σκύμν. Ἀποσπ. 115, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, - quorum plaustra vagas rite trahunt domos.
Greek Monolingual
οἰκοφόρος, -ον (Α)
(για τους Σκύθες) αυτός που μεταφέρει μαζί του το σπίτι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -φόρος].