οἰνομανής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_7)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν [[οἶνον]], Ἀθήν. 464Ε.
|lstext='''οἰνομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν [[οἶνον]], Ἀθήν. 464Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[οἰνομανής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά το [[κρασί]], [[κρασοπατέρας]], [[μπεκρής]], [[μέθυσος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] μανιασμένος [[μετά]] το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]])].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνομᾰνής Medium diacritics: οἰνομανής Low diacritics: οινομανής Capitals: ΟΙΝΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: oinomanḗs Transliteration B: oinomanēs Transliteration C: oinomanis Beta Code: oi)nomanh/s

English (LSJ)

ές,

   A mad for or after wine, Ath.11.464e.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν οἶνον, Ἀθήν. 464Ε.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ οἰνομανής, -ές)
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά το κρασί, κρασοπατέρας, μπεκρής, μέθυσος
2. αυτός που είναι μανιασμένος μετά το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -μανής (< μαίνομαι)].