οικτροκέλευθος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(28)
(No difference)

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Greek Monolingual

οἰκτροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κάνει άθλια οδοιπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή» (πρβλ. λοξο-κέλευθος)].