Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
οἰκτροκέλευθος, -ον (Α)αυτός που κάνει άθλια οδοιπορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή» (πρβλ. λοξοκέλευθος)].