οἰνόχυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se compose de vin qu’on verse.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[χυτός]].
|btext=ος, ον :<br />qui se compose de vin qu’on verse.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[χυτός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰνόχυτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κρασί]] που χύνεται («οἰνόχυτον [[πῶμα]]» — [[γουλιά]] από [[κρασί]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κερνά [[κρασί]], [[οινοχόος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[χυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ελαιό</i>-<i>χυτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόχῠτος Medium diacritics: οἰνόχυτος Low diacritics: οινόχυτος Capitals: ΟΙΝΟΧΥΤΟΣ
Transliteration A: oinóchytos Transliteration B: oinochytos Transliteration C: oinochytos Beta Code: oi)no/xutos

English (LSJ)

ον,

   A of poured wine, πῶμα οἰ. draught of wine, S.Ph.714 (lyr.).    II Act., = οἰνοχόος, Nonn.D.13.256,33.74, al.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόχῠτος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἐγχυθέντος οἴνου, πῶμα οἰν., ποτὸν ἐξ οἴνου, Σοφ. Φιλ. 715. ΙΙ. ἐνεργ. = οἰνοχόος, Νόνν. Δ. 13. 256, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose de vin qu’on verse.
Étymologie: οἶνος, χυτός.

Greek Monolingual

οἰνόχυτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προέρχεται από κρασί που χύνεται («οἰνόχυτον πῶμα» — γουλιά από κρασί, Σοφ.)
2. αυτός που κερνά κρασί, οινοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χυτός (< χέω), πρβλ. ελαιό-χυτος].