οκτάπους: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(28) |
(No difference)
|
Revision as of 12:08, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ουν (ΑΜ ὀκτάπους και ὀκτώπους, -ουν)
1. αυτός που έχει οκτώ πόδια
2. το αρσ. ως ουσ. ο οκτάπους και οκτώπους
ζωολ. το χταπόδι
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτάποδα ζωολ. τα οκτώποδα
αρχ.
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια
2. αυτός που έχει έκταση ίση με οκτώ τετραγωνικά πόδια
3. το αρσ. ως ουσ. ο σκορπιός
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀκτάποδες
(στους Σκύθες) κοινωνική τάξη της οποίας τα μέλη κατείχαν δύο βόδια και μία άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πους (< πούς), πρβλ. εννεά-πους].