οκνώ: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(28) |
(No difference)
|
Revision as of 12:08, 29 September 2017
Greek Monolingual
(Α ὀκνῶ, -έω και επικ. τ. ὀκνείω)
διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι
νεοελλ.
1. αμελώ να κάνω κάτι
2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης
αρχ.
1. είμαι αναποφάσιστος
2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός
3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ μητρὸς λέκτρον οὐκ ὀκνεῑν με δεῑ;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός». Ο τ. ὀκνείω, με έκταση για μετρικούς λόγους].