ὀλιγόλογος: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(6_18)
(28)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγόλογος''': -ον, ὁ ὀλίγα λαλῶν, Ἰω. Μαυρωπ. ἐν Συλλογῇ Ἀπόσπ. Ἀνεκδ. Ἑλλ. Μουστοξ. 2, σ. 5, κλ. - Ἀλλ’ ὁ ὀρθὸς τονισμὸς [[εἶναι]] ὀλιγολόγος, πρβλ. [[βραχυλόγος]], [[μακρολόγος]], [[μικρολόγος]], κτλ.
|lstext='''ὀλῐγόλογος''': -ον, ὁ ὀλίγα λαλῶν, Ἰω. Μαυρωπ. ἐν Συλλογῇ Ἀπόσπ. Ἀνεκδ. Ἑλλ. Μουστοξ. 2, σ. 5, κλ. - Ἀλλ’ ὁ ὀρθὸς τονισμὸς [[εἶναι]] ὀλιγολόγος, πρβλ. [[βραχυλόγος]], [[μακρολόγος]], [[μικρολόγος]], κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ὀλιγόλογος]], -ον)<br /><b>βλ.</b> [[λιγόλογος]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 320] wenig sprechend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόλογος: -ον, ὁ ὀλίγα λαλῶν, Ἰω. Μαυρωπ. ἐν Συλλογῇ Ἀπόσπ. Ἀνεκδ. Ἑλλ. Μουστοξ. 2, σ. 5, κλ. - Ἀλλ’ ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι ὀλιγολόγος, πρβλ. βραχυλόγος, μακρολόγος, μικρολόγος, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ὀλιγόλογος, -ον)
βλ. λιγόλογος.