ὀλιγοσώματος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_17) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγοσώμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων μικρὸν [[σῶμα]]· συγκρ. ὀλιγοσωματώτερος ἢ ὀλιγοσωματέστερος, Σχόλ. Πλάτ. παρὰ τῷ Creuzer εἰς Πλωτ. 536. | |lstext='''ὀλῐγοσώμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων μικρὸν [[σῶμα]]· συγκρ. ὀλιγοσωματώτερος ἢ ὀλιγοσωματέστερος, Σχόλ. Πλάτ. παρὰ τῷ Creuzer εἰς Πλωτ. 536. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλιγοσώματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μικρό [[σώμα]] ή μικρό όγκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]], -<i>ατος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of small body or bulk, Comp. -ώτερος Sch.Pl. ap.Plot.de Pulcr.p.536 (ed. Creuzer, Heidelb.1814).
German (Pape)
[Seite 322] mit kleinem Leibe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοσώμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν σῶμα· συγκρ. ὀλιγοσωματώτερος ἢ ὀλιγοσωματέστερος, Σχόλ. Πλάτ. παρὰ τῷ Creuzer εἰς Πλωτ. 536.
Greek Monolingual
ὀλιγοσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό σώμα ή μικρό όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + σῶμα, -ατος].