ὀλιγοφραδής: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6_7) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγοφρᾰδής''': -ές, ὁ ὀλίγα λέγων, «οἱ Δωριεῖς ὀλιγοφραδεῖς καὶ συλληπτικοὶ» Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 3, 81. | |lstext='''ὀλῐγοφρᾰδής''': -ές, ὁ ὀλίγα λέγων, «οἱ Δωριεῖς ὀλιγοφραδεῖς καὶ συλληπτικοὶ» Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 3, 81. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλιγοφραδής]], -ές (Α)<br />αυτός που λέει [[λίγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[φραδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A little eloquent, Sch.Pi.O.3.81.
German (Pape)
[Seite 322] ές, wenig denkend, Schol. Pind. Ol. 3, 81.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοφρᾰδής: -ές, ὁ ὀλίγα λέγων, «οἱ Δωριεῖς ὀλιγοφραδεῖς καὶ συλληπτικοὶ» Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 3, 81.
Greek Monolingual
ὀλιγοφραδής, -ές (Α)
αυτός που λέει λίγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -φραδής (< φράζω), πρβλ. πολυ-φραδής.