ὁλοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(6_15)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλοδάκτῠλος''': -ον, ([[δάκτυλος]] IV) [[ἅπας]] ἐκ δακτύλων, στίχους ὁλοδακτύλους Εὐστ. 836. 17.
|lstext='''ὁλοδάκτῠλος''': -ον, ([[δάκτυλος]] IV) [[ἅπας]] ἐκ δακτύλων, στίχους ὁλοδακτύλους Εὐστ. 836. 17.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁλοδάκτυλος]], -ον (Α)<br />(για στίχο) αυτός που αποτελείται μόνο από δακτύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοδάκτῠλος Medium diacritics: ὁλοδάκτυλος Low diacritics: ολοδάκτυλος Capitals: ΟΛΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: holodáktylos Transliteration B: holodaktylos Transliteration C: olodaktylos Beta Code: o(loda/ktulos

English (LSJ)

ον, (δάκτυλος III)

   A wholly dactylic, Eust.836.17.

German (Pape)

[Seite 325] ganz dactylisch, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοδάκτῠλος: -ον, (δάκτυλος IV) ἅπας ἐκ δακτύλων, στίχους ὁλοδακτύλους Εὐστ. 836. 17.

Greek Monolingual

ὁλοδάκτυλος, -ον (Α)
(για στίχο) αυτός που αποτελείται μόνο από δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + δάκτυλος.