ὀλίζων: Difference between revisions
οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us
(6_17) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλίζων''': -ον, ἴδε [[ὀλίγος]] ἐν τέλ. | |lstext='''ὀλίζων''': -ον, ἴδε [[ὀλίγος]] ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλίζων]] και [[ὀλείζων]], -ον (Α)<br />παλαιότερος τ. συγκριτ. του [[ολίγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ολίγ</i>-<i>jων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλιγ</i>- του [[ὀλίγος]] (<b>πρβλ.</b> [[μέγας]]: [[μέζων]] / [[μείζων]]). Ανάμεσα στους τ. [[ὀλίζων]] και [[ὀλείζων]] αρχαιότερος [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[ὀλίζων]], όπως μαρτυρεί και το παράγωγο ρ. <i>ὀλιζῶ</i>, ενώ το -<i>ει</i>- του [[ὀλείζων]] [[πρέπει]] να οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του [[μείζων]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
later spelling of ὀλείζων,
A v. ὀλίγος VI. 1.
German (Pape)
[Seite 322] ον, poet. compar. zu ὀλίγος, wie μέζων zu μέγας; Nic. Ther. 372; Ep. ad. 522 (IX, 521) ist ὀλίζον κλέος = dem Positiv; – ὀλίζωνες, Nic. Th. 123, ist auffallend (für ὀλίζονες,) u. Bentley vermuthet daher ὀλιζότεραι. S. übrigens nom. propr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίζων: -ον, ἴδε ὀλίγος ἐν τέλ.
Greek Monolingual
ὀλίζων και ὀλείζων, -ον (Α)
παλαιότερος τ. συγκριτ. του ολίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολίγ-jων < θ. ὀλιγ- του ὀλίγος (πρβλ. μέγας: μέζων / μείζων). Ανάμεσα στους τ. ὀλίζων και ὀλείζων αρχαιότερος πρέπει να θεωρηθεί ο τ. ὀλίζων, όπως μαρτυρεί και το παράγωγο ρ. ὀλιζῶ, ενώ το -ει- του ὀλείζων πρέπει να οφείλεται σε αναλογική επίδραση του μείζων].