ὁμαιμότης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6_12)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμαιμότης''': -ητος, ἡ, [[συγγένεια]] ἐξ αἵματος, Γλωσσ.
|lstext='''ὁμαιμότης''': -ητος, ἡ, [[συγγένεια]] ἐξ αἵματος, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμαιμότης]], ἡ (Α) [[όμαιμος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) η [[ομαιμοσύνη]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμαιμότης Medium diacritics: ὁμαιμότης Low diacritics: ομαιμότης Capitals: ΟΜΑΙΜΟΤΗΣ
Transliteration A: homaimótēs Transliteration B: homaimotēs Transliteration C: omaimotis Beta Code: o(maimo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A blood-relationship, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαιμότης: -ητος, ἡ, συγγένεια ἐξ αἵματος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁμαιμότης, ἡ (Α) όμαιμος
(ποιητ. τ.) η ομαιμοσύνη.