Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁλόστομος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
(eksahir)
(28)
Line 12: Line 12:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[templado por completo]]
|esgtx=[[templado por completo]]
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>ζωολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] του οστράκου τών γαστερόποδων [[μαλακίων]] που έχει [[στόμιο]] [[χωρίς]] [[εντομή]].———————— <b>(II)</b><br />[[ὁλόστομος]], -ον (Α)<br />(για σιδερένιο [[δακτυλίδι]]) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, [[βαμμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόστομος Medium diacritics: ὁλόστομος Low diacritics: ολόστομος Capitals: ΟΛΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: holóstomos Transliteration B: holostomos Transliteration C: olostomos Beta Code: o(lo/stomos

English (LSJ)

ον,

   A tempered all through, of an iron ring, PMag.Par.1.2961 ; σίδηρος Cyran.6.

Spanish

templado por completo

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
ζωολ. χαρακτηρισμός του οστράκου τών γαστερόποδων μαλακίων που έχει στόμιο χωρίς εντομή.———————— (II)
ὁλόστομος, -ον (Α)
(για σιδερένιο δακτυλίδι) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + στόμα.