ὁλόκνημος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλόκνημος''': -ον, ὁ μεθ’ ὅλης τῆς κνήμης, σκελὶς [[ὁλόκνημος]], περιέχουσα καὶ ὅλην τὴν κνήμην, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 13. | |lstext='''ὁλόκνημος''': -ον, ὁ μεθ’ ὅλης τῆς κνήμης, σκελὶς [[ὁλόκνημος]], περιέχουσα καὶ ὅλην τὴν κνήμην, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁλόκνημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που καταλαμβάνει όλη την [[κνήμη]] («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁλόκνημοι<br />ὁλομελεῑς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνήμη]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>κνημος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with the whole shin, σκελὶς ὁ. a ham containing the whole leg, Pherecr.108.13.
German (Pape)
[Seite 325] mit dem ganzen Schienbein, σκελίδες, Schinken mit dem ganzen Schenkelknochen, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 c; Poll. 2, 191.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόκνημος: -ον, ὁ μεθ’ ὅλης τῆς κνήμης, σκελὶς ὁλόκνημος, περιέχουσα καὶ ὅλην τὴν κνήμην, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 13.
Greek Monolingual
ὁλόκνημος, -ον (Α)
1. αυτός που καταλαμβάνει όλη την κνήμη («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλόκνημοι
ὁλομελεῑς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + κνήμη (πρβλ. μονό-κνημος)].