ομοκλητήρ: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
(28)
(No difference)

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὁμοκλητήρ, -ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. ὁμοκλήτειρα)
αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις ὀπίσσω τετράφθω προτὶ νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοκλάω, -έω + επίθημα -τηρ (πρβλ. φρουρη-τήρ)].