ὁμοκλάω
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
Ep. impf. 3pl. ὁμόκλεον (as if from ὁμοκλέω, cf. ὁμοκλεῖ· ἀπειλεῖ, βοᾷ, Hsch.) and 3sg. ὁμόκλα (v. infr.) : aor.ὁμόκλησα Hom. (v. infr.), S.El.712; Ion. Iterat. ὁμοκλήσασκε (v. infr.) :—Ep. Verb, call or shout to, c. dat., either to encourage, ὁμόκλεον ἀλλήλοισι Il.15.658 : once in Trag., ἵπποις ὁμοκλήσαντες S.El.712; or (more freq.), to upbraid, threaten, δεινὰ ὁμοκλήσας Il.5.439, etc.; ὁμοκλήσας ἔπος ηὔδα 6.54, etc.; μέγα δὲ Τρώεσσιν ὁμόκλα 18.156; ὁ δ' υἱάσιν οἷσιν ὁμόκλα 24.248; μνηστῆρες δ' ἄρα πάντες ὁμόκλεον Od.21.360 : also c. dat. modi, ὁμοκλήσασκέ τε μύθῳ Il.2.199; ὁμόκλησάν τ' ἐπέεσσιν 23.363 : c. inf., command loudly, call on one to do, 16.714. (Spir. asp. indicated by κέκλεθ' ὁμοκλήσας Il.20.365 (v.l. κέκλετ' ὁμοκλήσας), spiritus lenis by ὑπ' ὀμοκλῆς Hes.Sc.341, h.Cer.88, Call.Del.158 : the former is perhaps due to the mistaken idea of connection with ὁμός.)
German (Pape)
[Seite 337] = ὁμοκλέω, nur im impf., ὁμόκλα, Il. 18, 156. 24, 248.
French (Bailly abrégé)
ὁμοκλῶ :
seul. impf. 3ᵉ sg. ὁμόκλα;
c. ὁμοκλέω.
Greek Monolingual
ὁμοκλάω και ὁμοκλέω (Α) ομοκλή
(επικ. τ.)
1. (ιδίως για πολλούς μαζί ανθρώπους) καλώ, φωνάζω, βοώ ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («μνηστῆρες δ' ἅμα πάντες ὁμόκλεον», Ομ. Οδ.)
2. (για ένα πρόσ.) παροτρύνω, ενθαρρύνω κάποιον κραυγάζοντας, με δυνατή φωνή
3. (με δοτ. προσ.) φωνάζω κάποιον για να τον απειλήσω ή για να τον επιπλήξω («μέγα δὲ Τρώεσσιν ὁμόκλα», Ομ. Ιλ.)
4. διατάζω μεγαλόφωνα κάποιον να κάνει κάτι («ἤ λαοὺς ἐς τεῖχος ὁμοκλήσειεν ἀλῆναι», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ὁμοκλάω: και ὁμοκλέω, παρατ. ὁμόκλεον, και γʹ ενικ. ὁμόκλᾱ (όπως αν προερχόταν από τύπο ὁμοκλάω)· αόρ. αʹ ὁμόκλησα, Επικ. γʹ ενικ. ὁμοκλήσασκε· συγκαλώ, φωνάζω μαζί, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· ὁμοκλέω τινί, καλώ, φωνάζω σε κάποιον είτε για να τον ενθαρρύνω είτε για να τον επιπλήξω, απειλώ, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., διατάζω με δυνατή φωνή, προστάζω κάποιον να κάνει κάτι, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοκλάω: (только 3 л. sing. impf. ὁμόκλᾱ) Hom. = ὁμοκλέω.