ὁμοκλήτειρα
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
English (LSJ)
ἡ, fem. of ὁμοκλητήρ, as adjective, ὁ. βοή Lyc. 1337.
German (Pape)
[Seite 337] ἡ, fem. zum Folgdn, Lycophr. 1337.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοκλήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Λυκόφρ. 1337.
Greek Monolingual
ὁμοκλήτειρα, ἡ (Α) βλ. ομοκλητήρ.