ὁλόχαλκος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(6_16) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλόχαλκος''': -ον, [[ὅλος]] ἐκ χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 120. | |lstext='''ὁλόχαλκος''': -ον, [[ὅλος]] ἐκ χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 120. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁλόχαλκος]], -ον)<br />ολοχάλκίνος, που απολείται εξ ολοκλήρου από χαλκό («[[ὁλόχαλκος]] [[ἀνδριάς]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]] (<b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>χαλκος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A all of brass or copper, Sch.E.Ph.120.
German (Pape)
[Seite 328] ganz ehern, Schol. Eur. Phoen. 115.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόχαλκος: -ον, ὅλος ἐκ χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 120.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁλόχαλκος, -ον)
ολοχάλκίνος, που απολείται εξ ολοκλήρου από χαλκό («ὁλόχαλκος ἀνδριάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + χαλκός (πρβλ. εύ-χαλκος)].