ομοφυλόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(29)
(No difference)

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αισθάνεται σεξουαλική έλξη προς άτομο του ίδιου φύλου και συνάπτει ερωτικές σχέσεις μαζί του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομόφυλος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. υγρό-φιλος].