ὀνειδείω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(6_20)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνειδείω''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. ἔν τινι Ἀποσπάσματι τοῦ Θηβαϊκοῦ κύκλου παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1375, [[ἔνθα]] ὁ Buttm. ὀνείδειον τόδ’ ἔπεμψαν, ἀντὶ ὀνειδείοντες ἔπ-.
|lstext='''ὀνειδείω''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. ἔν τινι Ἀποσπάσματι τοῦ Θηβαϊκοῦ κύκλου παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1375, [[ἔνθα]] ὁ Buttm. ὀνείδειον τόδ’ ἔπεμψαν, ἀντὶ ὀνειδείοντες ἔπ-.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνειδείω]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ονειδίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ονειδεσ</i>-<i>jο</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειδος]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειδείω Medium diacritics: ὀνειδείω Low diacritics: ονειδείω Capitals: ΟΝΕΙΔΕΙΩ
Transliteration A: oneideíō Transliteration B: oneideiō Transliteration C: oneideio Beta Code: o)neidei/w

English (LSJ)

poet. for sq., ThebaïsFr.3.

German (Pape)

[Seite 345] = ὀνειδίζω, poet. bei Schol. Soph. O. C. 1375, wo Buttm. für ὀνειδείοντες conj. ὀνείδειον τόδ'.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειδείω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. ἔν τινι Ἀποσπάσματι τοῦ Θηβαϊκοῦ κύκλου παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1375, ἔνθα ὁ Buttm. ὀνείδειον τόδ’ ἔπεμψαν, ἀντὶ ὀνειδείοντες ἔπ-.

Greek Monolingual

ὀνειδείω (Α)
(ποιητ. τ.) ονειδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ονειδεσ-jο < ὄνειδος.