ὀνάγρινος: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνάγρῐνος''': -η, -ον, ὁ τοῦ ἀγρίου ὄνου ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὄναγρον, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 56. | |lstext='''ὀνάγρῐνος''': -η, -ον, ὁ τοῦ ἀγρίου ὄνου ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὄναγρον, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 56. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνάγρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[όναγρος]]<br />([[ιδίως]] για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος [[χρῶμα]], τὸ νῡν ὀνάγρινον», <b>[[Πολυδ]].</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A like a wild ass, of the colour of a garment, ὑποζώνη BGU717.10 (ii A. D.), cf. Poll.7.56.
German (Pape)
[Seite 344] den wilden Esel betreffend, Poll. 7, 56 von einer Farbe.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνάγρῐνος: -η, -ον, ὁ τοῦ ἀγρίου ὄνου ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὄναγρον, Πολυδ. Ζϳ, 56.
Greek Monolingual
ὀνάγρινος, -ίνη, -ον (Α) όναγρος
(ιδίως για ένδυμα) αυτός που έχει το χρώμα άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα, τὸ νῡν ὀνάγρινον», Πολυδ.).