ὀνοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(6_17)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνοκέφαλος''': -ον, ὁ ἔχων ὄνου κεφαλήν, Ὡραπόλλ. Ἱερογλ. 1, 23, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 300.
|lstext='''ὀνοκέφαλος''': -ον, ὁ ἔχων ὄνου κεφαλήν, Ὡραπόλλ. Ἱερογλ. 1, 23, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 300.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀνοκέφαλος]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ονοκέφαλος]]<br />μυθικό [[τέρας]] το οποίο είχε [[σώμα]] ανθρώπου και [[κεφάλι]] όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>κυνο</i>-[[κέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοκέφᾰλος Medium diacritics: ὀνοκέφαλος Low diacritics: ονοκέφαλος Capitals: ΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: onoképhalos Transliteration B: onokephalos Transliteration C: onokefalos Beta Code: o)noke/falos

English (LSJ)

ον,

   A with the head of an ass, Cyran. 70, Horap.1.23.

German (Pape)

[Seite 348] mit einem Eselskopfe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκέφαλος: -ον, ὁ ἔχων ὄνου κεφαλήν, Ὡραπόλλ. Ἱερογλ. 1, 23, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 300.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀνοκέφαλος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο ονοκέφαλος
μυθικό τέρας το οποίο είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κυνο-κέφαλος.