Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀνοκοίτης: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
(6_19)
(29)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνοκοίτης''': -ου, ὁ, ὁ κείμενος ἐντὸς φάτνης ὄνων, λεγόμενον ὑπὸ ἐθνικῶν συγγραφέων περὶ τοῦ ΚΥΡΙΟΥ ἡμῶν, Τερτυλλ. Ἀπολ. 16. Ἀλλ’ ὑπάρχουσι διάφ. γραφ. καὶ ὁ Oehler ἀναγινώσκει ὀνοκοιήτης, ὁ τὸν ὄνον λατρεύων, ὀνολάτρης, μνημονεύων τὰς παρ’ Ἡσυχίῳ γλώσσας: κοίης· ἱερεὺς..· κοᾶται· ἱερᾶται.
|lstext='''ὀνοκοίτης''': -ου, ὁ, ὁ κείμενος ἐντὸς φάτνης ὄνων, λεγόμενον ὑπὸ ἐθνικῶν συγγραφέων περὶ τοῦ ΚΥΡΙΟΥ ἡμῶν, Τερτυλλ. Ἀπολ. 16. Ἀλλ’ ὑπάρχουσι διάφ. γραφ. καὶ ὁ Oehler ἀναγινώσκει ὀνοκοιήτης, ὁ τὸν ὄνον λατρεύων, ὀνολάτρης, μνημονεύων τὰς παρ’ Ἡσυχίῳ γλώσσας: κοίης· ἱερεὺς..· κοᾶται· ἱερᾶται.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνοκοίτης]], ὁ (Α)<br />(ως χλευαστική [[προσωνυμία]] που δόθηκε από τους Εθνικούς στον Ιησού Χριστό) αυτός που κείται σε [[φάτνη]] όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> [[κοίτη]] (<b>πρβλ.</b> <i>ανεμο</i>-<i>κοίτης</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 348] ὁ, der in der Eselskrippe Liegende, Spottname, den die Heiden Christus gaben, Tertull.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκοίτης: -ου, ὁ, ὁ κείμενος ἐντὸς φάτνης ὄνων, λεγόμενον ὑπὸ ἐθνικῶν συγγραφέων περὶ τοῦ ΚΥΡΙΟΥ ἡμῶν, Τερτυλλ. Ἀπολ. 16. Ἀλλ’ ὑπάρχουσι διάφ. γραφ. καὶ ὁ Oehler ἀναγινώσκει ὀνοκοιήτης, ὁ τὸν ὄνον λατρεύων, ὀνολάτρης, μνημονεύων τὰς παρ’ Ἡσυχίῳ γλώσσας: κοίης· ἱερεὺς..· κοᾶται· ἱερᾶται.

Greek Monolingual

ὀνοκοίτης, ὁ (Α)
(ως χλευαστική προσωνυμία που δόθηκε από τους Εθνικούς στον Ιησού Χριστό) αυτός που κείται σε φάτνη όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κοίτη (πρβλ. ανεμο-κοίτης)].