ὁμομηλίς: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(6_12) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμομηλίς''': -ίδος, ἡ, = [[ἁμαμηλίς]], [[εἶδος]] ἀπίου, Ἀέθλιος παρ’ Ἀθην. 650D, 653F. | |lstext='''ὁμομηλίς''': -ίδος, ἡ, = [[ἁμαμηλίς]], [[εἶδος]] ἀπίου, Ἀέθλιος παρ’ Ἀθην. 650D, 653F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμομηλίς]] και δωρ. τ. ὁμομαλίς, ἡ (Α)<br />[[είδος]] αχλαδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μῆλον]] (Ι)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = ἁμαμηλίς, Aëthlius 2 ; cj. for ὀρο- in Theoc.5.94.
German (Pape)
[Seite 338] ίδος, ἡ, = ἁμαμηλίς, Ath. XIV, 650 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμομηλίς: -ίδος, ἡ, = ἁμαμηλίς, εἶδος ἀπίου, Ἀέθλιος παρ’ Ἀθην. 650D, 653F.
Greek Monolingual
ὁμομηλίς και δωρ. τ. ὁμομαλίς, ἡ (Α)
είδος αχλαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + μῆλον (Ι)].