ονύχιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(29)
(No difference)

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, -υχος (Ι)]
1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι
2. η χηλή του χοίρου
3. πάθηση του κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού
4. φρ. «σκόρδων ὀνύχια» — οι σκελίδες τών σκόρδων.———————— (II)
ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, -υχος (II)]
είδος ημιπολύτιμου λίθου.