ὁπλοδιδάσκαλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁπλοδῐδάσκᾰλος''': ὁ, = τῷ προηγ., Γλωσσ. | |lstext='''ὁπλοδῐδάσκᾰλος''': ὁ, = τῷ προηγ., Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ὁπλοδιδάσκαλος]])<br />[[ειδικός]] που διδάσκει τη [[χρήση]] όπλων, [[ιδίως]] τών αγχέμαχων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., ib.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλοδῐδάσκᾰλος: ὁ, = τῷ προηγ., Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α ὁπλοδιδάσκαλος)
ειδικός που διδάσκει τη χρήση όπλων, ιδίως τών αγχέμαχων.