ὀρειοβάτης: Difference between revisions
From LSJ
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
(6_19) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρειοβάτης''': -ου, ὁ, = [[ὀρειβάτης]], Χρησμ. Σιβ. 5. 43, πρβλ. Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1054. | |lstext='''ὀρειοβάτης''': -ου, ὁ, = [[ὀρειβάτης]], Χρησμ. Σιβ. 5. 43, πρβλ. Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1054. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρειοβάτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ορειβάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A = ὀρειβάτης, Sch.S.OC1054 :—written ὀρηο-, Sammelb.286.2 (Ptol.); ὀρεο-, ib.294 (Ptol.).
German (Pape)
[Seite 371] ὁ, = ὀρειβάτης, Orac. Sibyll.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειοβάτης: -ου, ὁ, = ὀρειβάτης, Χρησμ. Σιβ. 5. 43, πρβλ. Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1054.
Greek Monolingual
ὀρειοβάτης, ὁ (Α)
βλ. ορειβάτης.