οργαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(29)
(No difference)

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὀργαίνω (Α) οργή
1. παροργίζω, διεγείρω κάποιον
2. οργίζομαι («ἀλλ' οὐ γάρ, ὥσπερ εἶπον, ὀργαίνειν καλὸν γυναῑκα νοῡν ἔχουσαν», Σοφ.).