ὀρμενόεις: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6_8) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρμενόεις''': εσσα, εν, ὁρμητικὸς πρὸς [[ὕψος]], [[εὐαυξής]], ἐπὶ φυτοῦ, Νικ. Θηρ. 840. | |lstext='''ὀρμενόεις''': εσσα, εν, ὁρμητικὸς πρὸς [[ὕψος]], [[εὐαυξής]], ἐπὶ φυτοῦ, Νικ. Θηρ. 840. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρμενόεις]], -εσσα, -εν (Α) [[όρμενος]]<br />(σχετικά με [[φυτό]]) αυτός που έχει επιμήκη καυλό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A having a long stalk, Nic.Th.840.
German (Pape)
[Seite 381] εσσα, εν, mit langem Stengel, Nic. Ther. 840.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρμενόεις: εσσα, εν, ὁρμητικὸς πρὸς ὕψος, εὐαυξής, ἐπὶ φυτοῦ, Νικ. Θηρ. 840.
Greek Monolingual
ὀρμενόεις, -εσσα, -εν (Α) όρμενος
(σχετικά με φυτό) αυτός που έχει επιμήκη καυλό.