ὁρμαθίζω: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(6_22) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁρμᾰθίζω''': ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιάζω», Ἡσύχ. ἐν λέξει [[πινακοπώλης]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[μασχαλίσματα]]. | |lstext='''ὁρμᾰθίζω''': ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιάζω», Ἡσύχ. ἐν λέξει [[πινακοπώλης]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[μασχαλίσματα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[ὁρμαθίζω]]) [[ορμαθός]]<br />[[περνώ]] ομοειδή αντικείμενα σε αρμαθό, [[αρμαθιάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
A string together, Hsch. s.v. πινακοπώλης, Suid. s.v. μασχαλίσματα.
German (Pape)
[Seite 380] aufreihen, in eine Reihe zusammenbringen. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμᾰθίζω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιάζω», Ἡσύχ. ἐν λέξει πινακοπώλης, Σουΐδ. ἐν λέξ. μασχαλίσματα.
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁρμαθίζω) ορμαθός
περνώ ομοειδή αντικείμενα σε αρμαθό, αρμαθιάζω.