οὐλόχυτα: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_4)
(30)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλόχυτα''': «τὰ κατάργματα» Ἡσύχ.
|lstext='''οὐλόχυτα''': «τὰ κατάργματα» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐλόχυτα]], τὰ (Α)<br />[[ουλοχύται]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐλοχύται]], με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 414] τά, = Folgdm, Hesych. erkl. κατάργματα.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόχυτα: «τὰ κατάργματα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

οὐλόχυτα, τὰ (Α)
ουλοχύται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλοχύται, με αλλαγή γένους].