Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
[Seite 414] τά, = Folgdm, Hesych. erkl. κατάργματα.
οὐλόχυτα: «τὰ κατάργματα» Ἡσύχ.
οὐλόχυτα, τὰ (Α)
ουλοχύται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλοχύται, με αλλαγή γένους].