οὐρανόροφος: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(6_15)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρᾰνόροφος''': ον (γραπτ. οὐραώρ-), ὁ ἔχων θολοειδῆ ὀροφήν, Ἀθήν. 48F ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἔχουσιν οὐρανοφόρον)· ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ.
|lstext='''οὐρᾰνόροφος''': ον (γραπτ. οὐραώρ-), ὁ ἔχων θολοειδῆ ὀροφήν, Ἀθήν. 48F ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἔχουσιν οὐρανοφόρον)· ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐρανόροφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει θολωτή [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀροφή]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνόροφος Medium diacritics: οὐρανόροφος Low diacritics: ουρανόροφος Capitals: ΟΥΡΑΝΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ouranórophos Transliteration B: ouranorophos Transliteration C: ouranorofos Beta Code: ou)rano/rofos

English (LSJ)

ον,

   A with vanlted ceiling or canopy, prob. cj. for -οφόρος in Ath.1.48f; v. sq.11.

German (Pape)

[Seite 417] mit einem Zeltdach überwölbt, σκηνή, Ath. II, 48 f.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνόροφος: ον (γραπτ. οὐραώρ-), ὁ ἔχων θολοειδῆ ὀροφήν, Ἀθήν. 48F (ἔνθα ὅμως τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἔχουσιν οὐρανοφόρον)· ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ.

Greek Monolingual

οὐρανόροφος, -ον (Α)
αυτός που έχει θολωτή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + ὀροφή.