ὀφειλέω: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(6_14) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφειλέω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ὀφείλω]]· ― Παθ., ὀφείλομαι, τιμωρίη Εὐσ. παρὰ Στοβ. 196, 49. ΙΙ. εἶμαι [[ὑπόχρεως]] νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., [[αὐτόθι]] 46. 35. | |lstext='''ὀφειλέω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ὀφείλω]]· ― Παθ., ὀφείλομαι, τιμωρίη Εὐσ. παρὰ Στοβ. 196, 49. ΙΙ. εἶμαι [[ὑπόχρεως]] νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., [[αὐτόθι]] 46. 35. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀφειλέω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οφείλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
A = ὀφείλω, in Pass., to be due, τιμωρίη dub. l. in Eus.Mynd.31. II in Act., to be bound to... c. inf., dub. l. in Id.48.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφειλέω: μεταγεν. τύπος τοῦ ὀφείλω· ― Παθ., ὀφείλομαι, τιμωρίη Εὐσ. παρὰ Στοβ. 196, 49. ΙΙ. εἶμαι ὑπόχρεως νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., αὐτόθι 46. 35.