ὀχός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(6_10) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχός''': -ή, -όν, (ἔχω) ὁ κρατῶν, βαστάζων τι, Φίλων Βυζ. π. τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 1. | |lstext='''ὀχός''': -ή, -όν, (ἔχω) ὁ κρατῶν, βαστάζων τι, Φίλων Βυζ. π. τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀχός]], -ή, -όν (Α)<br />[[σταθερός]], στέρεος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὀχ</i>- <i>του ἔχω</i> (Ι). Ο τ. εμφανίζεται ευρύτατα στα σύνθ. σε -<i>οχος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρύ</i>-<i>οχος</i>, <i>ηνί</i>-<i>οχος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
όν, (ἔχω)
A firm, secure, Ph.Byz.Mir.1.5.
German (Pape)
[Seite 431] haltend, tragend, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχός: -ή, -όν, (ἔχω) ὁ κρατῶν, βαστάζων τι, Φίλων Βυζ. π. τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 1.
Greek Monolingual
ὀχός, -ή, -όν (Α)
σταθερός, στέρεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ- του ἔχω (Ι). Ο τ. εμφανίζεται ευρύτατα στα σύνθ. σε -οχος (πρβλ. δρύ-οχος, ηνί-οχος)].