παγκοίρανος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6_16)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παγκοίρᾰνος''': -ον, [[κύριος]] πάντων, πότνα θεὰ παγκοίρανε θήρης Ὀππ. Κ. 4. 21· [[Σαβάζιος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3791.
|lstext='''παγκοίρᾰνος''': -ον, [[κύριος]] πάντων, πότνα θεὰ παγκοίρανε θήρης Ὀππ. Κ. 4. 21· [[Σαβάζιος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3791.
}}
{{grml
|mltxt=[[παγκοίρανος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[απόλυτος]] [[κύριος]], [[εξουσιαστής]] όλων («θεὰ παγκοίρανε θήρης», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοίρανος]] «[[δεσπότης]], [[κύριος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>κοίτανος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκοίρᾰνος Medium diacritics: παγκοίρανος Low diacritics: παγκοίρανος Capitals: ΠΑΓΚΟΙΡΑΝΟΣ
Transliteration A: pankoíranos Transliteration B: pankoiranos Transliteration C: pagkoiranos Beta Code: pagkoi/ranos

English (LSJ)

ον,

   A supreme ruler, θεὰ παγκοίρανε θήρης Opp.C.4.21.

German (Pape)

[Seite 436] Alles beherrschend, θεὰ παγκοίρανε θήρης, Opp. Cyn. 4, 21.

Greek (Liddell-Scott)

παγκοίρᾰνος: -ον, κύριος πάντων, πότνα θεὰ παγκοίρανε θήρης Ὀππ. Κ. 4. 21· Σαβάζιος Συλλ. Ἐπιγρ. 3791.

Greek Monolingual

παγκοίρανος, -ον (Α)
αυτός που είναι απόλυτος κύριος, εξουσιαστής όλων («θεὰ παγκοίρανε θήρης», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κοίρανος «δεσπότης, κύριος» (πρβλ. πολυ-κοίτανος)].