παγκρατευτής: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(6_14)
(30)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παγκρατευτής''': ὁ, = [[παγκρατιαστής]], Ψευδο-Καλλισθ. ἐν Cod. Par. ἀριθμ. 113 παράρτ.
|lstext='''παγκρατευτής''': ὁ, = [[παγκρατιαστής]], Ψευδο-Καλλισθ. ἐν Cod. Par. ἀριθμ. 113 παράρτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[παγκρατευτής]], ὁ (Α)<br />ο [[αθλητής]] του παγκρατίου, [[παγκρατιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παγκράτιον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ευτής</i>, πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>παγκρατεύω</i>].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκρᾰτευτής Medium diacritics: παγκρατευτής Low diacritics: παγκρατευτής Capitals: ΠΑΓΚΡΑΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pankrateutḗs Transliteration B: pankrateutēs Transliteration C: pagkrateftis Beta Code: pagkrateuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = παγκρατιαστής, Ps.-Callisth.1.18.

Greek (Liddell-Scott)

παγκρατευτής: ὁ, = παγκρατιαστής, Ψευδο-Καλλισθ. ἐν Cod. Par. ἀριθμ. 113 παράρτ.

Greek Monolingual

παγκρατευτής, ὁ (Α)
ο αθλητής του παγκρατίου, παγκρατιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγκράτιον + κατάλ. -ευτής, πιθ. μέσω αμάρτυρου παγκρατεύω].