παμπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6_18)
(30)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παμπρόσωπος''': -ον, ὁ πάντων τῶν προσώπων, ὁ ἔχων πάντα τὰ πρόσωπα, Πλωτίνου Ἐννεάδ. ΙΙ. 1296, 13.
|lstext='''παμπρόσωπος''': -ον, ὁ πάντων τῶν προσώπων, ὁ ἔχων πάντα τὰ πρόσωπα, Πλωτίνου Ἐννεάδ. ΙΙ. 1296, 13.
}}
{{grml
|mltxt=[[παμπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει όλα τα πρόσωπα, [[ποικιλόμορφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>-' <span style="color: red;">+</span> [[πρόσωπον]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπρόσωπος Medium diacritics: παμπρόσωπος Low diacritics: παμπρόσωπος Capitals: ΠΑΜΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: pamprósōpos Transliteration B: pamprosōpos Transliteration C: pamprosopos Beta Code: pampro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A all face, χρῆμα Plot.6.7.15.

Greek (Liddell-Scott)

παμπρόσωπος: -ον, ὁ πάντων τῶν προσώπων, ὁ ἔχων πάντα τὰ πρόσωπα, Πλωτίνου Ἐννεάδ. ΙΙ. 1296, 13.

Greek Monolingual

παμπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όλα τα πρόσωπα, ποικιλόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-' + πρόσωπον.