πανάχραντος: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(a)
 
(30)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0457.png Seite 457]] ganz unbefleckt, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0457.png Seite 457]] ganz unbefleckt, K. S.
}}
{{ls
|lstext='''πᾰνάχραντος''': -ον, [[ὅλως]] [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀμόλυντος]], [[ἄμωμος]], ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Θεόδ. Ἀγκ. 1393Β, Μόδεστ. 3288Β, Ἰωάν. Μόσχ. 3052 Α, Ἀναστ. Σιν. 272 Α, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ [[πανάχραντος]], -ον)<br /><b>1.</b> εντελώς [[ακηλίδωτος]], [[τελείως]] [[αμόλυντος]], [[άσπιλος]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Πανάχραντος</i><br />μία από τις συνηθέστερες προσωνυμίες της Θεοτόκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄχραντος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 457] ganz unbefleckt, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάχραντος: -ον, ὅλως ἀκηλίδωτος, ἀμόλυντος, ἄμωμος, ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Θεόδ. Ἀγκ. 1393Β, Μόδεστ. 3288Β, Ἰωάν. Μόσχ. 3052 Α, Ἀναστ. Σιν. 272 Α, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ πανάχραντος, -ον)
1. εντελώς ακηλίδωτος, τελείως αμόλυντος, άσπιλος
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Πανάχραντος
μία από τις συνηθέστερες προσωνυμίες της Θεοτόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄχραντος.